01 02 03 Dear All, I've got some news: Πριόνια και Κλαδιά. 04 05 15 16 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 31 32 33

Πριόνια και Κλαδιά.

34

Ντίαρ ολ,

Ψες ήτανε του Αγίου Βαλεντίνου, ήτοι η γιορτή των ερωτευμένων:

(α) μεταξύ τους (λογικό),

(β) με γνωστούς και φίλους (επίσης λογικό, με διαβαθμιζόμενες πιθανότητες ανταπόκρισης)

(γ) με αγνώστους (Benedict Cumberbatch, αν με διαβάζεις, για σένα το λέω, στείλε μέηλ να σου πω διεύθυνση, ό,τι ώρα σε βολεύει, μου λες),

(δ) με τη ζωή (αν και υπό τις παρούσες συνθήκες διαβίωσης, δε νομίζω, Τάκη),

(ε) με το Λεβερκούζεν – Μπαρτσελόνα, 1 – 3, να τη φας Μπάρτσα και να ‘ναι κρύα (είμαστε με τη Ρεάλ ‘δω μέσα).

Αυτή η βραδιά στο Λεβερκούζεν, λίγο έξω απ’ το σταθμό (εκεί που πέφτει η έδρα της ομώνυμης ομάδας), κόστισε τον εορτασμό σε πολλά ζευγάρια και γι’ αυτό βέβαια δεν φταίει η UEFA που πήγε κι έβαλε τέτοιο ματς σε τέτοια μέρα, αλλά ο γρουσούζης ο Νταλάρας, που τραγούδησε – εκτός από όλη την άμμο της θάλασσας – και την πόλη του Λεβερκούζεν (τη μπύρα έπρεπε) χρόνια πριν και στοίχειωσε τον προορισμό και ό,τι πάει σετ μαζί του.

Τη Βαλεντινοημέρα, αν δεν ανήκεις στην κατηγορία «καρδουλίτσες – αρκουδάκια – ματάκια – παναπάρω σώβρακο απ’ το EROS για το έτερόν μου ήμισυ», πας στη δουλειά κανονικά, κάνεις λίγο χαβαλέ με τους συναδέλφους και στο τσακίρ κέφι θα κάνεις το – μπαγιάτικο σαν κουτσομούρα ταβέρνας στη Λούτσα – σχόλιο «αυτά είναι κόλπα του μάρκετινγκ/ ξενόφερτες γιορτές/ σιωνιστικές συνωμοσίες/ απόπειρες αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης». Ή δε θα φτάσεις καν στο τσακίρ κέφι, γιατί βαριέσαι ακόμα και να σχολιάσεις/ καίγεται ο ποπουδίνος σου από την πολύ δουλειά/ καίγεται το σύμπαν έτσι κι αλλιώς/ νυστάζεις/ πεινάς/ όλα τα παραπάνω.

Το Βαλεντινοαπόγιομα, νυστάζεις ακόμα περισσότερο από το Βαλεντινοπρωί, κι αν δεν έχεις πλάνα για το Βαλεντινοβράδυ (π.χ. μισείς Μπάρτσα, οπότε δε σε νοιάζει το Τσου Λου), λες, να βγω, αλλά πού να πάω, να μην κολλήσω στο/από το επίπλαστο cheesiness;

Και η απάντηση σ’ αυτό είναι τα Πριόνια, το dj set του Ηλία Φραγκούλη στο Γκαζάκι. Είχαμε πάει με τη «θεία απ’ το Σικάγο», τον Σ και το Παιδί στα προηγούμενα Πριόνια, τότε που ο καιρός ήταν πιο ζεστός και δε φορούσαμε 800 ρούχα το ‘να πάνω στ’ άλλο. Αλλά τότε το Γκαζάκι δεν ήταν γεμάτο κόκκινα μπαλόνια – καρδουλίτσες.

Πήραμε το μετρό με το Παιδί, σχετικά νωρίς, φτάσαμε στο μαγαζί στις 9 παρά, αλλά δεν ήταν κανένας, οπότε, δραττόμενες της ευκαιρίας, χλαμπουνιάσαμε μια πίτσα bbq στο Gazi College (το κοντινότερο σε κολέγιο που θα φτάσω ποτέ).

Επιστρέψαμε στο Γκαζάκι, όπου είχε αρχίσει να μαζεύεται ο κόσμος και να πετά μεταξύ του τα χαριτωμένα κόκκινα μπαλόνια (σε σχήμα κλασικό, φουσκωτό, μπαμπάτσικο και σε σχήμα καρδούλας). Η μπάρα είχε διακοσμηθεί με μποά σε χρώμα μπον μπον και αποκριάτικες μάσκες (Βαλεντίνος και Απόκριες at the same time, τίποτα δεν είν’ τυχαίο).

Μπαίνοντας μέσα έπαιζε μια πριονο-μπαλάντα από κείνες που εμείς με το Παιδί δεν προκάμαμε στο actual release date, μόνο ως ανάμνηση τα θυμόμαστε (σαπουντζάκεια μέθοδος, σας αποπροσανατολίζω ηλικιακά από τώρα, για να γίνω επάξια μεγαλομπεμπέκα, κάποια στιγμή στο μέλλον).

Ακολούθησαν στο πλέιλιστ:

Mόνο αγάπη, απέραντη αγάπη στις μουσικές επιλογές του Ηλία Φραγκούλη (που είναι γλυκύτατος και από κοντά).

Το Παιδί έκανε ήσυχο μπουρμπουλήθρες στο τζιντόνικ του, μέχρι να παίξει ΣάκηςΞανάααα» και ξανάααα) και ν’ αποκαλύψει τον πάρτυ άνιμαλ εαυτό του, η Μ ήταν υπεύθυνη sing along, καθόσον γνώριζε ΟΛΑ τα τραγούδια απόξω, ο Χάρης λικνιζόταν κατά το chit chat μας, η Ο ήρθε με προσδοκίες ν’ ακούσει Γουίτνι, αλλά έπρεπε να ξυπνήσει στις 5:30, οπότε υποψιάζομαι πως θα κατέληξε σ’ εκείνο το παλιό σιντί (όταν έφτασε σπίτι της) κι ο Τ ήταν ο πιο εύστοχα ντυμένος απ’ όλους, γιατί είχε συνδυάσει το μπαλόνι – καρδούλα με την σκούρα κόκκινη γραβάτα του και το pinstripe πουκάμισό του (με κόκκινη, κίτρινη, φούξια ρίγα).

Δυστυχώς την επόμενη είχαμε όλοι δουλειά (ναι, ξέρετε την άποψή μου, καλύτερα να είχαμε σχολείο, σ’ αυτό το θέμα έχω καταντήσει πιο γραφική κι απ’ το Κολοσσέο), οπότε περί τις 12 παρά εγκαταλείψαμε το Γκαζάκι και το αυξανόμενο τζέρτζελο, αφού βέβαια κέρασα τους παρευρισκόμενους σοκολατάκια Μότσαρτ (ήταν ο πιο παθιασμένος κι ερωτευμένος συνθέτης, ταίριαζε πιο πολύ από λάκτες, ιον, κ.λπ. Βασικά αυτά είχα σπίτι, αυτά έφερα).

Στην επιστροφή κατέβηκα στο από το μετρό στο Σύνταγμα και περπάτησα στους άδειους δρόμους του κέντρου, μια βυσσινί μερσεντές μ’ ένα μεσήλικο ζευγάρι περίμενε με αναμμένη μηχανή στη μέση του πεζόδρομου της Βουκουρεστίου (προφανώς είχαν μόλις τελειώσει το ρομαντικό γεύμα τους σ’ ένα από τα παρακείμενα μπιστροφέρνοντα εστιατόρια), οι ταρίφες στην Ακαδημίας σχημάτιζαν τον γκρινιάρικο κίτρινο στόλο (τους πελάτες με την καραμπίνα), οι Beatles στο ipod έπαιζαν, μεταξύ άλλων, το For No One και μια τρελή (that was me) χοροπηδούσε σαν τη Luna Lovegood, στη μέση της Διδότου, κραδαίνοντας μια βυσσινί ομπρέλα. Ανάμεσα στα δυο βυσσινί, μερσεντές και ομπρέλα, ήρθε στη ζωή μου η πρώτη. Η δεύτερη δε θα ερχόταν έτσι κι αλλιώς, διότι λεφτά για αμάξι δε δίνω (κι επίσης δεν έχω δίπλωμα).

Αλλά ποιος τη γαμεί τη μερτσεντέ, όταν υπάρχουν φίλοι, μουσικές, βιβλία, Πριόνια κι αυθόρμητη αγάπη. Ένα κλαδί για να πιαστούμε όλοι, πριν το ρίξουμε στη δουλειά και την ιώβεια υπομονή, για να συμμαζέψουμε τα ασυμμάζευτα.

Και του χρόνου να μη σας λείπει τίποτα!

Ετικέτες , , , , , , , ,

35 36 37 38